Λίγα λόγια για μένα...
Γεννήθηκα μια Τετάρτη του Φλεβάρη το σωτήριον έτος 1974. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής μου με έθρεψε η ανεμελιά του χωριού και τα κανακέματα των παππούδων. Η ζωή όμως δεν είναι πάντα ρόδινη, παρά τα όνειρα, τα σχέδια, τις ευχές, τα ξόρκια και τα σκόρδα που κρεμάς από το ταβάνι, μπας και σε σώσουν! Υποτασσόμενος κι εγώ στους νόμους της φύσης, αναγκάστηκα να μεγαλώσω. Υποψιάζομαι ότι πρέπει να φταίει η γιαγιά μου που τη μισή μέρα με άφηνε να κοιμάμαι και την άλλη μισή με έπαιρνε στο κατόπι, μπουκώνοντάς με ξελιξίδια! Και κάπως έτσι άρχισαν να με βρίσκουν τα βάσανα! Έφτασε λοιπόν, χωρίς να καταλάβω πώς, η μέρα που η γειτόνισσά μου η Σοφία, μαθήτρια της Στ τάξης, άρπαξε με αποφασιστικότητα το χέρι μου και με πήγε στο σχολείο. Η μάνα μου καμάρωνε και ήθελε να δει το βλαστάρι της σπουδαγμένο, ο πατέρας μου δεν είχε πρόβλημα αρκεί να τα είχα καλά εγώ με τον εαυτό μου ενώ η γιαγιά μου με καμάρωνε όπως κι αν είχε… Τελικά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να γίνω δάσκαλος για να παλεύω με τελείες, κόμματα και αποσιωπητικά! Εκτός από τον αέρα της τάξης που μου αρέσει να αναπνέω, γιατί γεμίζει αέρα νιότης και δημιουργίας τα ταλαιπωρημένα από τον καπνό πνευμόνια μου, μου αρέσει να γράφω, να μαγειρεύω και να ονειρεύομαι. Αυτό όμως που κάνει την καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά είναι όταν σηκώνω το βλέμμα ψηλά και αντικρίζω τους προγόνους, τους δασκάλους μου και όλους τους ανθρώπους που αυτά τα χρόνια έλιωναν ακούραστοι με τα ροζιασμένα χέρια τους το κερί για να φτιάξουν τα φτερά μου, να γελούν και να μου κλείνουν το μάτι. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι μήνυμα θέλουνε να μου πέμψουνε, ελπίζω μόνο να διαβάζουν αυτές τις γραμμές, για να τους πω ότι τα φτερά που μου χάρισαν ήταν γερά και χτυπούν στην πλάτη μου ακόμα… Αυτά τα φτερά που μου δίνουν ακόμα τη δύναμη να πετώ ψηλά, για να μην αφήνω κανένα να βάζει, όπου αυτός θέλει, τις τελείες της ζωής μου…
Προσπαθώ να εγκλωβίζω τις σκέψεις μου τη στιγμή της γέννησής τους... Γιατί ξέρω πως αυτές, σαν άγρια πουλιά, θα πετάξουν και θα φύγουν μακριά. Γιατί όμως θέλω να εγκλωβίσω τις σκέψεις μου; Γιατί γράφω; Αντί απάντησης, θα αφήσω εδώ τα λόγια του Rainer Maria Rilke, από το βιβλίο του "Γράμματα σε έναν νέο ποιητή": Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας μ’ αυτή την ανάγκη.
Προσπαθώ να εγκλωβίζω τις σκέψεις μου τη στιγμή της γέννησής τους... Γιατί ξέρω πως αυτές, σαν άγρια πουλιά, θα πετάξουν και θα φύγουν μακριά. Γιατί όμως θέλω να εγκλωβίσω τις σκέψεις μου; Γιατί γράφω; Αντί απάντησης, θα αφήσω εδώ τα λόγια του Rainer Maria Rilke, από το βιβλίο του "Γράμματα σε έναν νέο ποιητή": Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας μ’ αυτή την ανάγκη.